ἐπιγονατίς

ἐπιγονατίς
ἐπιγονᾰτίς, ίδος, ,
A knee-pan, Ruf. ap. Orib.25.1.50, Sor.1.103, Gal. 2.303; cf. ἐπιγουνατίς.
II. garment reaching to the knee, Paus. Gr.Fr.144.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιγονατίς — knee pan fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγονατίδα — ἐπιγονατίς knee pan fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγονατίδας — ἐπιγονατίς knee pan fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγονατίδες — ἐπιγονατίς knee pan fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγονατίδι — ἐπιγονατίς knee pan fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγονατίδος — ἐπιγονατίς knee pan fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιγονατίδα — Οστό που παρεμβάλλεται στον τένοντα κατάφυσης του τετρακέφαλου μυός. Έχει σχήμα τριγώνου με κυρτές πλευρές και η πίσω επιφάνεια γλιστράει πάνω στους κονδύλους του μηριαίου οστού παίρνοντας μέρος στην άρθρωση του γονάτου. Η ε. μπορεί να υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • επιγουνατίς — η βλ. επιγονατίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”